Μετάβαση στο περιεχόμενο

cellulose

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cellulose celluloses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cellulose < cellule + -ose

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cellulose (fr) θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • cellulose στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια