centimo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centimo | centimoj |
αιτιατική | centimon | centimojn |
centimo (eo)
- το σεντ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centimo | centimoj |
αιτιατική | centimon | centimojn |
centimo (eo)