centré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- centré < centrer
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | centré | centrés |
θηλυκό | centrée | centrées |
centré (fr)
- → δείτε τη λέξη centrer