cenzura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cenzura (pl) θηλυκό
[επεξεργασία]
- autocenzura
- cenzor
- cenzorka
- cenzurka
- cenzurować / ocenzurować
- cenzurowy
- cenzus
- niecenzuralnie
- niecenzuralny
- ocenzurowany
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cenzura (cs) θηλυκό