Μετάβαση στο περιεχόμενο

cercueil

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cercueil cercueils

cercueil (fr) αρσενικό