cercueil
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cercueil | cercueils |
cercueil (fr) αρσενικό
- το φέρετρο
ενικός | πληθυντικός |
cercueil | cercueils |
cercueil (fr) αρσενικό