cercueil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cercueil | cercueils |
cercueil (fr) αρσενικό
- το φέρετρο
ενικός | πληθυντικός |
cercueil | cercueils |
cercueil (fr) αρσενικό