ceremonia
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ceremonia < λατινική caerimonia
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ceremonia (pl) θηλυκό
- η τελετή
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- ceremonia otwarcia: τα εγκαίνια, η τελετή έναρξης