cerisette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cerisette < cerise
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cerisette | cerisettes |
cerisette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cerisette | cerisettes |
cerisette (fr) θηλυκό