cerisette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cerisette < cerise
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| cerisette | cerisettes |
cerisette (fr) θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| cerisette | cerisettes |
cerisette (fr) θηλυκό