certainty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
certainty (en)
- η βεβαιότητα, το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
- κάτι που είναι βέβαιο