certify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | certify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | certifies |
αόριστος | certified |
παθητική μετοχή | certified |
ενεργητική μετοχή | certifying |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsɝː.t̬ə.faɪ/ (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
certify (en)
- (μεταβατικό) πιστοποιώ
- (μεταβατικό, νομικός όρος) το να ελέγχεται ή να επαληθεύεται η ταυτότητα κάποιου
- (μεταβατικό) το να πιστοποιηθεί ότι μια υπηρεσία, ένα προϊόν, ένας οργανισμός ή ένα άτομο πληροί ένα επίσημο πρότυπο
- (μεταβατικό, αρχαϊκό) το να ενημερώσω κάποιον ότι κάτι αληθεύει, ισχύει
- (αρχαϊκό) το να διαπιστώνω κάτι
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- certify - Cambridge Dictionary online