cerumen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cerumen | cerumens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cerumen (fr) αρσενικό
- η κυψελίδα
ενικός | πληθυντικός |
cerumen | cerumens |
cerumen (fr) αρσενικό