cervical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]cervical (en)
- cervical vertebra - αυχενικός σπόνδυλος
- τραχηλικός, τραχηλομητρικός, του τραχήλου της μήτρας
- λαιμίσιος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cervical | cervicaux |
θηλυκό | cervicale | cervicales |
cervical (fr)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cervical (la)