chènevis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chènevis < chanevuis < λατινική λαϊκή canaputium
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chènevis | chènevis |
chènevis (fr) αρσενικό άκλιτο
- ο κανναβόσπορος, το κανναβούρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη chanvre