chétivement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chétivement < chétif (θηλυκό chétive) + -ment

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃe.tiv.mɑ̃/

Επίρρημα[επεξεργασία]

chétivement (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη chétif