Μετάβαση στο περιεχόμενο

chalcopyrite

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chalcopyrite chalcopyrites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chalcopyrite (fr) θηλυκό