chaleureuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chaleureuse < θηλυκό του chaleureux
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chaleureuse | chaleureuses |
chaleureuse (fr) θηλυκό