chamelier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chamelier < chamel, chameau
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chamelier | chameliers |
chamelier (fr) αρσενικό
- αυτός που οδηγεί τις καμήλες και ασχολείται με αυτές, καμηλιέρης