Μετάβαση στο περιεχόμενο

chancrelle

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chancrelle chancrelles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chancrelle (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]