chanvre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chanvre | chanvres |
chanvre (fr) αρσενικό
- το καννάβι
ενικός | πληθυντικός |
chanvre | chanvres |
chanvre (fr) αρσενικό