chaotic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | chaotic |
συγκριτικός | more chaotic |
υπερθετικός | most chaotic |
Επίθετο[επεξεργασία]
chaotic (en)
- χαώδης
- ↪ The situation is chaotic.
- Η κατάσταση είναι χαώδης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorderly
- ↪ The situation is chaotic.