chapelle
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chapelle | chapelles |
chapelle (fr) θηλυκό
- το παρεκκλήσι
ενικός | πληθυντικός |
chapelle | chapelles |
chapelle (fr) θηλυκό