chapelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chapelle | chapelles |
chapelle (fr) θηλυκό
- το παρεκκλήσι
ενικός | πληθυντικός |
chapelle | chapelles |
chapelle (fr) θηλυκό