chapelure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chapelure | chapelures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chapelure (fr) θηλυκό
- σκόνη ή τρίμματα κοπανισμένης φρυγανιάς ή ξερού ψωμιού
ενικός | πληθυντικός |
chapelure | chapelures |
chapelure (fr) θηλυκό