chapelure
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chapelure | chapelures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chapelure (fr) θηλυκό
- σκόνη ή τρίμματα κοπανισμένης φρυγανιάς ή ξερού ψωμιού
ενικός | πληθυντικός |
chapelure | chapelures |
chapelure (fr) θηλυκό