charbonnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charbonnier | charbonniers |
θηλυκό | charbonnière | charbonnières |
charbonnier (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charbonnier | charbonniers |
θηλυκό | charbonnière | charbonnières |
charbonnier (fr)