Μετάβαση στο περιεχόμενο

chariot

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chariot (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chariot chariots

chariot (fr) αρσενικό