charlatan
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
charlatan | charlatans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]charlatan (en)
- ο τσαρλατάνος, ο κομπογιαννίτης
- ⮡ a charlatan with scientific claims - κομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]charlatan (fr)
- o τσαρλατάνος, o θαυματοποιός