charnu
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charnu | charnus |
θηλυκό | charnue | charnues |
charnu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charnu | charnus |
θηλυκό | charnue | charnues |
charnu (fr)