charognard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- charognard < charogne
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
charognard | charognards |
charognard (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charognard | charognards |
θηλυκό | charognarde | charognardes |
charognard (fr)
- (μεταφορικά) άνθρωπος σκληρός, που εκμεταλλεύεται τη δυστυχία των άλλων