Μετάβαση στο περιεχόμενο

chase

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chase chases

chase (en)

  • το κυνηγητό
      After a long chase, we caught the thief.
    Ύστερα από πολύ κυνηγητό πιάσαμε τον κλέφτη.
ενεστώτας chase
γ΄ ενικό ενεστώτα chases
αόριστος chased
παθητική μετοχή chased
ενεργητική μετοχή chasing

chase (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυνηγώ, καταδιώκω, τρέχω πίσω από κάποιον ή από κάτι προσπαθώντας να το(ν) συλλάβω ή απλώς να το(ν) προφτάσω
      The police chased (after) him, but he managed to escape.
    Τον κυνήγησε η αστυνομία, κατάφερε όμως να ξεφύγει.
      The children are chasing the ball down the hill.
    Τα παιδιά κυνηγούν την μπάλα στον κατήφορο.
      Children are chasing each other in the street.
    Τα παιδιά κυνηγιούνται στο δρόμο.
      A police patrol car chased the perpetrators' car.
    Περιπολικό της αστυνομίας καταδίωξε το αυτοκίνητο των δραστών.
  2. (μεταβατικό) κυνηγώ, διώχνω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από κάποιο χώρο
      The way you act you will chase away all your customers.
    Με τον τρόπο σου θα κυνηγήσεις όλους τους πελάτες.
      Chase the dog out of the garden!
    Διώξε το σκύλο από τον κήπο!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη kick out
  3. (μεταβατικό) κυνηγώ, επιδιώκω, προσπαθώ να αποκτήσω ή να πετύχω κάτι, για παράδειγμα χρήματα, δουλειά ή επιτυχία
      He’s chasing fame/riches.
    Κυνηγάει τη δόξα/τα πλούτη.
      All throughout his life he chased pleasures.
    Σ' όλη τη ζωή του επιδίωξε τις ηδονές.
  4. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) κυνηγώ, για σύναψη ερωτικών σχέσεων
      He chases women.
    Κυνηγάει τις γυναίκες.
      Many are chasing her.
    Την κυνηγάνε πολλοί.
  5. (μεταβατικό) λαξεύω, σκαλίζω, κόβω σχέδια σε μέταλλο

Παράγωγα

[επεξεργασία]