chaude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chaude | chaudes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chaude (fr) θηλυκό
- βαθμός ψησίματος ορισμένων ουσιών (γυαλί, μέταλλο)
- (ιδιωματικό) πρόχειρη φωτιά για να ζεσταθούμε
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη chaud