chaude
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| chaude | chaudes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chaude (fr) θηλυκό
- βαθμός ψησίματος ορισμένων ουσιών (γυαλί, μέταλλο)
- (ιδιωματικό) πρόχειρη φωτιά για να ζεσταθούμε
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη chaud