chaude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chaude chaudes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chaude (fr) θηλυκό

  1. βαθμός ψησίματος ορισμένων ουσιών (γυαλί, μέταλλο)
  2. (ιδιωματικό) πρόχειρη φωτιά για να ζεσταθούμε

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη chaud