chaudière
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chaudière | chaudières |
chaudière (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
chaudière | chaudières |
chaudière (fr) θηλυκό