check
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
check | checks |
check (en)
- η επιταγή, το τσεκ
- ο λογαριασμός (πχ στο εστιατόριο)
- το νύγμα (
)
- επιθεώρηση, εξέταση
- (σκάκι) το σαχ, το ρουά
- (συνήθως στον πληθυντικό) διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | check |
γ΄ ενικό ενεστώτα | checks |
αόριστος | checked |
παθητική μετοχή | checked |
ενεργητική μετοχή | checking |
check (en)