chemical
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]chemical (en) (χωρίς παραθετικά)
- χημικός, που συνδέεται με τη χημεία
- ⮡ chemical composition - χημική σύσταση
- ⮡ a chemical reaction - χημική αντίδραση
- ⮡ a chemical compound - χημική ένωση
- χημικός, που συνδέεται με τις χημικές ουσίες
- ⮡ chemical products - χημικά προϊόντα
- ⮡ chemical warfare - χημικός πόλεμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chemical | chemicals |
chemical (en)