cheminée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cheminée | cheminées |
cheminée (fr) θηλυκό
- η καμινάδα, το φουγάρο, ο καπνοδόχος
- το τζάκι