cheminée
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cheminée | cheminées |
cheminée (fr) θηλυκό
- η καμινάδα, το φουγάρο, ο καπνοδόχος
- το τζάκι
ενικός | πληθυντικός |
cheminée | cheminées |
cheminée (fr) θηλυκό