Μετάβαση στο περιεχόμενο

cheminée

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cheminée cheminées

cheminée (fr) θηλυκό

  1. η καμινάδα, το φουγάρο, ο καπνοδόχος
  2. το τζάκι