Μετάβαση στο περιεχόμενο

chemisette

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chemisette < υποκοριστικό του chemise

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chemisette chemisettes

chemisette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ένδυμα που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο
  2. (παρωχημένο) είδος κορσέ
  3. κοντομάνικο πουκάμισο