Μετάβαση στο περιεχόμενο

chemisier

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chemisier < chemis(e) + -ier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό chemisier chemisiers
θηλυκό chemisière chemisières

chemisier (fr)

  1. ο κατασκευαστής πουκαμίσων
  2. (κατ’ επέκταση) ο κατασκευαστής ενδυμάτων που φοριούνται κάτω από άλλα ρούχα ή εξαρτήματα (όπως κάλτσες, γραβάτες, κ.α.)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chemisier chemisiers

chemisier (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη chemise