chemisier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chemisier | chemisiers |
θηλυκό | chemisière | chemisières |
chemisier (fr)
- ο κατασκευαστής πουκαμίσων
- (κατʼ επέκταση) ο κατασκευαστής ενδυμάτων που φοριούνται κάτω από άλλα ρούχα ή εξαρτήματα (όπως κάλτσες, γραβάτες, κ.α.)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chemisier | chemisiers |
chemisier (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη chemise