cherry picker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
cherry picker (en)
- μηχανικός ανυψωτήρας, ανυψωτικός γερανός, ανυψωτής
- κάποιος που συλλέγει κεράσια
cherry picker (en)