chevet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chevet | chevets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chevet (fr) αρσενικό
το προσκέφαλο
ενικός | πληθυντικός |
chevet | chevets |
chevet (fr) αρσενικό
το προσκέφαλο