chevillette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chevillette < cheville

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chevillette chevillettes

chevillette (fr) θηλυκό

  1. μικρός πείρος
    tire la chevillette et la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)