chevillette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chevillette < cheville
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chevillette | chevillettes |
chevillette (fr) θηλυκό
- μικρός πείρος
- tire la chevillette et la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)