chevronné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chevronné | chevronnés |
θηλυκό | chevronnée | chevronnées |
Επίθετο[επεξεργασία]
chevronné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chevronné | chevronnés |
θηλυκό | chevronnée | chevronnées |
chevronné (fr)