chimiothérapie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chimiothérapie < chimio- + thérapie

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chimiothérapie chimiothérapies

chimiothérapie (fr) θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Στην καθομιλουμένη, συνηθίζεται να λέγεται chimio.