chimiquier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chimiquier < chimique
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chimiquier | chimiquiers |
chimiquier (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) πλοίο ειδικά κατασκευασμένο για τη μεταφορά χημικών ουσιών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη chimie