chimisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chimisme | chimismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chimisme (fr) αρσενικό
- το σύνολο των χημικών φαινομένων και ιδιοτήτων ενός σώματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη chimie