chirp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό - Επιφώνημα[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: chirp (en)
πληθυντικός αριθμός: chirps (en)

  1. τσιριτρό, τσιρ, τσιριχτό και σύντομο κελάηδημα
    • ηλεκτρονικός υψίσυχνος ήχος μικρής διάρκειας ή άλλος παρόμοιος ήχος
  2. (νοτιοαφρικανικό) μιλώ αποδοκιμαστικά σε κάποιον (άμεσα/ευθέως/μπροστά του)

Ρήμα - Επιφώνημα[επεξεργασία]

chirp (en)

  • παράγω κοφτό υψίσυχνο ήχο