chloroforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chloroforme | chloroformes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chloroforme (fr) αρσενικό
- (χημεία) το χλωροφόρμιο
ενικός | πληθυντικός |
chloroforme | chloroformes |
chloroforme (fr) αρσενικό