chloroforme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chloroforme | chloroformes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chloroforme (fr) αρσενικό
- (χημεία) το χλωροφόρμιο
ενικός | πληθυντικός |
chloroforme | chloroformes |
chloroforme (fr) αρσενικό