chmura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chmura (pl) θηλυκό
- το σύννεφο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- drapacz chmur: ουρανοξύστης
- czarne chmury: μαύρα σύννεφα
- pułap chmur
- błądzić w chmurach
- oberwanie chmury
- chmury gromadzą się nad kimś
- z dużej chmury mały deszcz