chmura
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chmura (pl) θηλυκό
- το σύννεφο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- drapacz chmur: ουρανοξύστης
- czarne chmury: μαύρα σύννεφα
- pułap chmur
- błądzić w chmurach
- oberwanie chmury
- chmury gromadzą się nad kimś
- z dużej chmury mały deszcz