chodzić

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

chodzić (pl)

  1. περπατώ, διαβαίνω
  2. πηγαίνω, συχνάζω
  3. (για μηχανισμό) δουλεύω
  4. (για μέσα μαζικής μεταφοράς) περνάω
    pomiędzy tymi miasteczkami nie chodzi o tej porze żaden autobus - μεταξύ αυτών των δύο πόλεων δεν περνάει αυτήν την εποχή κανένα λεωφορείο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • o co ci chodzi?:
    1. τι πρόβλημα έχεις;
    2. τι σε νοιάζει;
  • o co chodzi?: τι τρέχει; τι γίνεται; περί τίνος πρόκειται;

Συγγενικά[επεξεργασία]