choice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
choice choices

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʃɔɪs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

choice (en)

  • (μη μετρήσιμο ή μόνο ενικός) η επιλογή, η ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει
    They don’t want to accept, but they have no other choice.
    Δε θέλουν να δεχτούν, αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή.

Πηγές[επεξεργασία]