chore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chore chores

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃoə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chore (en)

  1. η δουλειά που κάνω τακτικά
    ⮡  I am doing the (household) chores.
    Κάνω τις δουλειές του σπιτιού.
  2. η αγγαρεία