chouchou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chouchou | chouchoux |
θηλυκό | chouchoute | chouchoutes |
chouchou (fr)
- (οικείο) κάποιος ή κάτι που προτιμιέται
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chouchou | chouchoux |
chouchou (fr) αρσενικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Είναι ένα από τα 7 ουσιαστικά που έχουν τον πληθυντικό τους σε -x. Ορίστε ολόκληρη η λίστα: