chowany
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chowany < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος chować
Προφορά
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]chowany (pl)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chowany (pl)
- κρυφτό (παιδικό παιχνίδι)