chuj
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chuj < ίσως από το πρωτοσλαβικό (ъ)xujъ ή το σλαβικό choj
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chuj (pl) αρσενικό
- (χυδαίο) πούτσα
- (μειωτικό) βλάκας, ηλίθιος
- γλώσσα που μιλιέται στη Γουατεμάλα και το Μεξικό με κωδικό ISO 639-3
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- επίσημα δεν χρησιμοποιείται η γραφή huj για τις χυδαίες έννοιες.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- chuj ci w dupę
- na chuj, po kiego chuja: (χυδαίο, ερωτηματικά) για ποιο λόγο;
- ni chuja: (χυδαίο) 1. αποκλείεται, ούτε λόγος 2. τίποτε
- stać jak chuj na weselu: (χυδαίο) δεν κάνω τίποτε, στέκομαι σαν πούτσα (κατά λέξη: στέκομαι σαν πούτσα στη γιορτή)
- ty chuju